- μετοικικός
- μετοικικός, -ή, -όν (Α) [μέτοικος]1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον μέτοικο2. αυτός που βρίσκεται στην κατάσταση τού μετοίκου3. μτφ. αυτός που είναι μέτοχος σε κάτι4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μετοικικάη παρεφθαρμένη αττική διάλεκτος την οποία μιλούσαν οι μέτοικοι.
Dictionary of Greek. 2013.